Αναζητώντας την ταυτότητα της Θεσσαλονίκης στις στάχτες της πυρκαγιάς του 1917*

Χάρη στις μελέτες των ιστορικών και στις προσπάθειες των συλλεκτών, μετά από 100 χρόνια ξέρουμε πάμπολλα στοιχεία για την καταστροφική πυρκαγιά της 5/18ης Αυγούστου 1917. Από πού ξεκίνησε, πώς κατευθύνθηκε και πότε σταμάτησε.

Ξέρουμε ποιες προσπάθειες έγιναν για να περισταλεί και γιατί απέτυχαν, ποια σημαντικά κτήρια και πόσα πολλά «ασήμαντα» σπίτια και καταστήματα καταστράφηκαν.

Βασίλης Κ. Γούναρης
Καθηγητής της Ιστορίας των Νεωτέρων Χρόνων
στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ

Γνωρίζουμε τις περιπέτειες των ασφαλιστικών εταιρειών να μειώσουν το ποσό των οφειλομένων αποζημιώσεων και τις ακόμη δραματικότερες των πυρόπληκτων να στεγαστούν και να ανακουφισθούν.

Μαθαίνουμε επίσης όλο και περισσότερα στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο τα επόμενα χρόνια μεταβλήθηκε το ιδιοκτησιακό καθεστώς στο κέντρο της πόλης καθώς και για τις ποικίλες οργανωτικές και αισθητικές όψεις της ανοικοδόμησης.

Φυσικά όλοι συμφωνούμε ανεπιφύλακτα ότι ήταν μια ιστορική τομή. Όσο κι αν έχει κανείς επιφυλάξεις για το τι συνιστά πραγματική τομή στην ιστορία, τέτοιας κλίμακας καταστροφή, ανάλογη με αυτές της Λισσαβόνας το 1755 και του Αγίου Φραγκίσκου το 1906, αμφότερες λόγω σεισμών, δεν μπορεί να υποτιμηθεί.

Η γενική εκτίμηση είναι πως η πυρκαγιά του 1917 άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Θεσσαλονίκης, από άποψη κοινωνική, δημογραφική και οικονομική, πως εγκαινίασε τη σύγχρονη εποχή της πόλης, μετέβαλε την ταυτότητά της και παρέδωσε στη λήθη την παράδοσή της.

Η παραπάνω διαπίστωση είχε και έχει ακόμη διάφορα συναισθηματικά συμφραζόμενα. Για μερικούς η πόλη «καθάρισε», εξαγνίστηκε από την τουρκοκρατία, εκσυγχρονίστηκε, ανέκτησε τον ελληνικό της χαρακτήρα, τη συμβολική της θέση ως συμπρωτεύουσα βυζαντινής κοπής και ως πρωτεύουσα των προσφύγων. Ξαναπήρε τη θέση που της άξιζε.

Για άλλους η φωτιά του 1917 κατέστρεψε ένα βιωμένο πρότυπο αγαστής συμβίωσης ετεροδόξων, μια ιδανική πολυπολιτισμικότητα, μια ευημερούσα οικονομία, μια πολύχρωμη παράδοση, μια πόλη «τραβηχτική», μια ευκαιρία διαφορετικής ανοικοδόμησης αλλά και εναλλακτικής ιδεολογικής συγκρότησης. Γι’ αυτό κλαίνε ακόμη στα ερείπια της.

Αν σταθούμε στα δεδομένα, θα δούμε πως η μεταβολή της Θεσσαλονίκης είχε δρομολογηθεί ήδη. Η πόλη αποτελούσε μέρος του εκσυγχρονιστικού πειράματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είχε ξεκινήσει δυο γενιές πριν. Η μορφή της άλλαζε ήδη. Τα τείχη της είχαν ήδη κατεδαφιστεί. Η πόλη είχε απλωθεί στον δρόμο των εξοχών για την Καλαμαριά.

Νέα διοικητικά κτήρια είχαν ήδη οικοδομηθεί όπως και αστικές κατοικίες διαφόρων αρχιτεκτονικών ρυθμών. Ευθύγραμμες αρτηρίες, οριζόντιες και κάθετες, είχαν επαναχαραχτεί και διανοιχτεί. Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1890 η ρυμοτομία του κέντρου είχε αλλάξει όπως και η κοινωνική διαστρωμάτωση στον άξονα της οδού Αγίας Σοφίας και Εθνικής Αμύνης.

Νέες συνοικίες είχαν προστεθεί στα ανατολικά και δυτικά. Προφανώς η διαδικασία θα συνεχιζόταν, όπως έγινε και σε όσες πόλεις, είτε οθωμανικές είτε ελληνικές, δεν καταστράφηκαν βίαια.

Η οικονομική παρακμή της Θεσσαλονίκης ήταν επίσης δεδομένη. Η απώλεια της οικονομικής ενδοχώρας, λόγω των συνόρων που πρόσφατα είχαν χαράξει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αλλά και των αναστατώσεων που έφεραν ο Ιταλο-Οθωμανικός και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, είχε προδιαγράψει το ζοφερό μέλλον της πόλης. Η τραπεζική πίστη είχε ήδη κλονιστεί.

Χρεώστες και πιστωτές κατοικούσαν πλέον σε διαφορετικές επικράτειες. Το δίκτυο του εμπορίου των καπνών είχε διαρραγεί. Οι χαμηλοί εισαγωγικοί δασμοί, το αποτέλεσμα των προαιώνιων διομολογήσεων, δηλαδή των συμφωνιών της Πύλης με τις Μεγάλες Δυνάμεις, ήταν υπό αναθεώρηση.

Ο Πειραιάς δεν μπορούσε να αφήσει συγκριτικά πλεονεκτήματα στη Θεσσαλονίκη και η Ελλάδα δεν θα επέτρεπε ποτέ να γίνει «ελεύθερη πόλη» μια πόλη που μόλις είχε απελευθερωθεί.

Το τέλος της αυτοκρατορίας ήταν μοιραίο για την πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Ας σημειωθεί πάντως πως η εντυπωσιακή οικονομική της ακμή ήταν φαινόμενο πρόσφατο, οριοθετημένο από τη σύνδεσή της με το ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο, το 1888.

Το ζήτημα της συμβίωσης ως πολυπολιτισμικότητας, βασικό σημείο αναφοράς στο σύγχρονο δημόσιο λόγο, είναι υπερτιμημένο. Αφορούσε τη δημιουργία μιας ανώτερης οθωμανικής αστικής τάξης, ειδικά κατά την κοινοβουλευτική περίοδο, μετά το 1908, αλλά ο τρόπος και τα κίνητρα όσων συμμετείχαν σ’ αυτήν απείχε πολύ από το να θεωρείται τάξη με συνοχή.

Ό,τι υπήρχε, όπως και στην περίπτωση της οικονομίας, δεν είχε βάθος χρόνου πάνω από μια γενιά, όταν η δυτικότροφη και δυτικόστροφη εκπαίδευση άρχισε να καρποφορεί και να αντιμάχεται με αξίωση τις ισχυρές παραδόσεις.

Η ίδια επιφανειακή σύγκλιση χαρακτήριζε και τα εργατικά στρώματα. Συνυπήρχαν και συνεργάζονταν πράγματι όλες οι θρησκευτικές κοινότητες στην πόλη αλλά δεν επικοινωνούσαν σε βάθος.

Ο Μακεδονικός Αγώνας και το νεοτουρκικό καθεστώς το είχαν ήδη καταστήσει σαφές με πολλούς και βίαιους τρόπους. Οι πολιτισμοί της «διαγκωνίζονταν», αλλά δεν διείσδυαν ο ένας στον άλλον.

Οι πύλες της Θεσσαλονίκης ήταν ανοιχτές όχι μόνον στις καινοτομίες αλλά και στους εθνικισμούς που έφερνε η εκπαίδευση και τα τρένα. Γράφει ο Νεχαμά στην Περιπόθητη πόλη, περίπου το 1914, για τους Θεσσαλονικείς: «Κανένας δεσμός δεν υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς. Ο καθένας ζει κλεισμένος μέσα στο όνειρό του.

Καμία ενότητα, καμία κοινότητα απόψεων, κανένας συντονισμός στις προσπάθειες. Ο καθένας έχει την ιδεατή του πατρίδα, ο καθένας κατασκευάζει με τον τρόπο του την μέλλουσα πολιτεία. Τους ανθρώπους αυτούς τους χωρίζει ένας ολόκληρος κόσμος σκέψεων και συναισθημάτων.

Πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, κουβεντιάζουν αυστηρά για τις ανάγκες των εμπορικών δοσοληψιών. Ποτέ δεν συζητούν. Και τι θα μπορούσαν να πουν ο ένας στον άλλον, αυτοί οι άνθρωποι από τόσο διαφορετικές φυλές, με τόσα ανόμοια συμφέροντα; Είναι ανεξιχνίαστοι οι μεν για τους δε. Δεν καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον.

Η ίδια είδηση στενοχωρεί τους μεν και δίνει στους άλλους άφατη χαρά».[1]

Ήταν επόμενο ότι η κρίση αυτή της δεκαετίας του 1910 δημιούργησε προϋποθέσεις εξόδου των Εβραίων. Έβλεπαν καθαρά ότι το μέλλον δεν τους ανήκε κι ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης δύσκολα θα επανέρχονταν.

Οι Μουσουλμάνοι το έβλεπαν ακόμη πιο καθαρά. Δημιούργησαν επίσης τα πολεμικά γεγονότα της ίδιας περιόδου προϋποθέσεις αύξησης του αστικού πληθυσμού από τους πρόσφυγες της υπαίθρου αλλά και της Ανατολικής Μακεδονίας, του Μοναστηρίου, της Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου.

Η μεταβολή της δημογραφικής σύνθεσης υπέρ των Χριστιανών ήταν ορατή πριν από το 1917, ίσως όχι τόσο στο κέντρο της πόλης, αλλά σίγουρα στα νέα προάστια που ξεφύτρωναν γύρω-γύρω.

Προφανώς η πυρκαγιά δεν «καθάρισε» τη Θεσσαλονίκη. Η αντίληψη περί «εξαγνισμού» της πόλης διά πυρός οδηγεί αναπόφευκτα στην αποδοχή του Ολοκαυτώματος ως του δευτέρου και τελικού σταδίου της διαδικασίας αυτής.

Ο συλλογισμός είναι απαράδεκτος. Πίσω του λανθάνουν πολλά και ανομολόγητα πάθη, αλλά κυρίως η αναδρομική και εσφαλμένη πεποίθηση πως δεν υπήρχε εναλλακτικό μέλλον για την πόλη ως είχε. Κι όμως υπήρχε. Εννοώ πως η Θεσσαλονίκη, όπως όλες οι πόλεις, επρόκειτο να αλλάξει από κάθε άποψη και μάλιστα πολύ γρήγορα ούτως ή άλλως.

Δεν ήταν μόνον η πυρκαγιά αλλά και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Παγκόσμιος καθώς και ο επόμενος Παγκόσμιος, μαζί με τεράστιες εξελίξεις στην κοινωνία και την οικονομία της Ευρώπης και του πλανήτη.

Το couleur locale θα ξεθώριαζε ούτως ή άλλως, όποια κι αν ήταν η δημογραφική της σύνθεση. Αυτό που έκανε η πυρκαγιά ήταν να επιταχύνει τις εξελίξεις, να κάνει πιο ριζική τη μεταβολή και πιο διαχειρίσιμο το παρελθόν της πόλης είτε για αυτούς που θέλουν να το ξεχάσουν είτε γι αυτούς που θέλουν να το εξιδανικεύσουν.

Με ή χωρίς την πυρκαγιά η Θεσσαλονίκη της belle époque ήταν μια από τις πολλές όψεις ή ταυτότητες της πόλης. Το ότι ήταν η πιο ζωντανή και η καταλληλότερη για εξιδανίκευση έχει να κάνει με το άφθονο φωτογραφικό υλικό, με τις πρώτες κινηματογραφικές λήψεις, με τα άπειρα υλικά τεκμήρια, τον ημερήσιο Τύπο και τις γραπτές αναμνήσεις που συσσωρεύτηκαν για τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και τις πρώτες του 20ού, ειδικά κατά την παραμονή της Μεγάλης Στρατιάς.

Ο φωτογραφικός φακός της Δύσης, που βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο εκβιομηχάνισης, γοητεύτηκε από τις εικόνες και τα πρόσωπα της Ανατολής, από το μουσείο των ιδιωμάτων και των πολιτισμών που συνάντησε εδώ.

Η Δύση νοσταλγούσε τη δική της παράδοση. Ο φακός των Θεσσαλονικέων, από την άλλη, μετά μανίας απαθανάτιζε τον κοσμοπολιτισμό και την αστική πρόοδο της Ανατολής που γινόταν Δύση. Ασχέτως της οπτικής γωνίας, το προϊόν των φωτογραφικών καταγραφών και όλων των περιγραφών της περιόδου 1890-1917 γενικώς είναι θαυμαστό. Με άνεση επικάλυψε κάθε άλλη ανταγωνιστική παράδοση.

Εύκολα, λοιπόν, δημιουργήθηκε η εικόνα ότι αυτή η Θεσσαλονίκη της belle époque ήταν η γνήσια πόλη μας, η χαμένη αλλά αληθινή παράδοσή μας. Σίγουρα ήταν μια από αυτές τις παραδόσεις, ίσως η πιο κολακευτική.

Τη διατηρήσαμε με ευλάβεια όπως κάποια «στημένη» φωτογραφία των νεανικών μας χρόνων, που θέλουμε να κρατούμε ως απόδειξη μιας χαμένης και άδολης νεότητας στην ηλικία της προχωρημένης παρακμής.

[1] Π. Ριζάλ [Ιωσήφ Νεχαμά], Θεσσαλονίκη, η περιπόθητη πόλη, μετάφρ. Βασίλης Τομανάς, Σκόπελος, 1997, σ. 11-2 και 211-2.

*Πηγή αναδημοσίευσης