Κική Δημουλά: «Υπάκουες δείχνουν οι σκέψεις αλλά όρκο δεν παίρνω»

Κική Δημουλά: «Υπάκουες δείχνουν οι σκέψεις αλλά όρκο δεν παίρνω». Από την 15η ποιητική συλλογή της “Άνω Τελεία”.  Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ.

Του Γιώργου Βέη
Πηγή άρθρου

Πρόκειται για τη δέκατη πέμπτη ποιητική συλλογή της. Περιλαμβάνει είκοσι επτά ποιήματα. Συγκρατώ κι εδώ την ευρηματική ανάπτυξη του καθόλα επιμελημένου, προσωποπαγούς φωνήματός της. Με έκδηλη την ανανεωτική, αιφνιδιαστική από πολλές απόψεις έκφανσή του, ο στίχος καθίσταται στίβος αντιπαραθέσεων της συνείδησης ενός διαρκώς απορούντος, αλλά επ’ ουδενί ελλειμματικού υποκειμένου με την βαρβαρότητα του ψευδοπολιτισμού των ημερών μας. Οι ασίγαστες συνομιλίες του εγώ με τον Εαυτό και τον Άλλο τελούνται σε κλίμα αποκαθήλωσης ψευδαισθήσεων, εσπευσμένης ακύρωσης οποιωνδήποτε συμβιβασμών, αναστολής υπαναχωρήσεων. Διακρίνω τρεις κατηγορίες των συναφών αναφορών και αυτοαναφορών. Η πρώτη πιστεύω ότι είναι αμιγώς οντολογική. Αντιπροσωπευτικά ποιήματά της τα εξής: «Δεν αστοχεί», «Το…άλλοθι της λήθης», «Ιδιοσκεύασμα», «Συμπέρασμα», «Το γνήσιο», «Εφτάψυχη», «Σχολαστικότητες», «Ασυγχώρητη» και «Ασυμμετρία». Η δεύτερη συγκεντρώνει μαρτυρίες θεολογικής απόκλισης. Η γραφή οργανώνει την κυριαρχία του εγώ επί των φαινομένων. Τα αόρατα κωδικοποιούνται με σύνεση. Εδώ ανήκουν κατ΄ εξοχήν τα: «Ομοιοπαθείς» και «Ούτως ή άλλως». Εν μέρει το «Ύμνος στη λέξη Ίσως». Η τρίτη περιλαμβάνει τα ποιήματα γενικότερης εξομολογητικής δράσης, όπως παραδείγματος χάριν τα επιγραφόμενα: «Εντέλει», «Τα φυσικά χαρίσματα», «Εξακριβωμένα», «Σε ετοιμότητα», «Διερεύνηση», «Δώρο πανάκριβης σημασίας», «Πρόβλημα» και «Βουλιμία».

Η ποιητική καταδήλωση στην προκειμένη περίπτωση συνοψίζει αγωνίες ανάδειξης του εγώ από τυποποιημένη μονάδα της κοινωνικής κυψέλης σε νηφάλιο ρυθμιστή του κοσμοειδώλου.

Για τη νέα ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά Άνω τελεία (εκδ. Ίκαρος).

Κι εδώ το φαντασιακό στοιχείο συνδράμει πολλαχώς για την ανέκκλητη διαλεύκανση των πολλαπλών, ανελέητων γρίφων του βίου. Εδώ στεγάζεται το ποίημα, προκειμένου να επιχειρήσει τη λυσιτελή διερμηνεία των αισθητών και βεβαίως υπεραισθητών. Συνιστά τον λειτουργικό αντίποδα των άλλων, των λεγομένων γειωμένων εφαρμογών του λόγου. Άλλωστε και παλαιότερα, στο δωδέκατο ποιητικό της βιβλίο, τη Χλόη θερμοκηπίου, που κυκλοφόρησαν οι ίδιες εκδόσεις το 2005, έχει η ίδια επισημάνει με παρρησία βηματισμών στην επιφάνεια του όντος: «Τα παράπονά σου στη φαντασία. / Αυτή εξευρίσκει λάλημα / όταν δεν ξημερώνει. / Να την ευγνωμονείς. / Αν η φαντασία δε σκηνοθετούσε / υπαρκτόν θηριώδη τον έρωτα/ ποτέ καμιά πραγματικότης / δε θα μας είχε αγαπήσει». Η ποιητική καταδήλωση στην προκειμένη περίπτωση συνοψίζει αγωνίες ανάδειξης του εγώ από τυποποιημένη μονάδα της κοινωνικής κυψέλης σε νηφάλιο ρυθμιστή του κοσμοειδώλου. Επιβεβαιώνω ότι οι απρόοπτοι επαγωγικοί συσχετισμοί ανάγονται προοδευτικά εντός του πλαισίου του ειδικότερου λεκτικού πεδίου σε κύριους κειμενικούς δείκτες. Συμβάλλουν έτσι αποφασιστικά στην οικοδόμηση αισθητικού ήθους. Η αποκάλυψη της εξ αντικειμένου πραγματικότητας, όπως ακριβώς την κατοχυρώνει ο εαυτός ως φορέας Γνώσης στα βαθύτερα στρώματά του εκτίθεται κατά τρόπο σύμμετρο και άλλο τόσο εύηχο από σελίδα σε σελίδα. Κοντολογίς, η ποιητική καταδήλωση στην προκειμένη περίπτωση συνοψίζει αγωνίες ανάδειξης του εγώ από τυποποιημένη μονάδα της κοινωνικής κυψέλης σε νηφάλιο ρυθμιστή του κοσμοειδώλου.

Αν όντως «μέσα στον πραγματικά ανεστραμμένο κόσμο, αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου», όπως όρισε εκείνος ο διορατικός του αλκοόλ, ο Γκυ Ντεμπόρ, τότε η ποίηση αναλαμβάνει το πρόσθετο βάρος να ξεκαθαρίσει το τοπίο των ψευδαισθήσεων και των τυραννικών αναληθειών, οι οποίες κατατρύχουν το άτομο της εποχής μας στην ευρύτερη αγορά των ορατών. Το από κάθε άποψη ολοκληρωμένο διάβημα της Άνω τελείας φρονώ ότι υιοθετεί ανενδοίαστα την εν λόγω στρατηγική. Με ομολογούμενη ευκρίνεια και υποδειγματική συνέπεια ύφους, το ρήμα, μέσω των ελικοειδών ανασχηματισμών του, ανανεώνει άμυνες κατά του εκφυλισμού του σε σήψη σημαίνοντος. Οίκοθεν νοείται ότι η δυναμική των καθέκαστα αποτυπώσεων ανταποκρίνεται άλλη μια φορά στην άμεση απόδοση των πρωτογενών συλλήψεων του αεικίνητου νου. Έτσι η εξασκημένη κατόπτευση του Είναι συνιστά όχι απλώς το αίτημα, αλλά το αίσιο αποτέλεσμα της δημιουργικής αυτής γραφής. Οι στροφές των ποιημάτων, ευφυώς συγκερασμένες, παράγουν χρονοκύτταρα υπαρξιακών δονήσεων. Η ροή, καθαρά, φρονώ, αμλετικής υφής, δεν ανακόπτεται διότι απλώς είναι Φύση. Οι διαδοχικές παρετυμολογικές επιλογές, οι αγχίστροφοι γλωσσικοί τύποι, οι σημασιοσυντακτικές ανακατατάξεις, τις οποίες καλλιεργεί συνειδητά όλα αυτά τα χρόνια, η διακεκριμένη ποιήτρια, μέλος, ως γνωστόν, της Ακαδημίας Αθηνών, υποστηρίζουν εκ του ασφαλώς και στην περίσταση αυτή το τελικό αποτέλεσμα των υφολογικών δοκιμών.

Παραθέτω ενδεικτικά το δεύτερο κομμάτι της συλλογής, το οποίο μας εισάγει στο συγκεκριμένο κλίμα του έργου. Ανήκει στην προαναφερόμενη πρώτη κατηγορία. Τιτλοφορείται «Πρέπει»:

«Τηρώ, Χρέος,
το κατά δύναμιν τις εντολές σου
τα δύσκολα Πρέπει σου.

Υπάκουες δείχνουν οι σκέψεις
αλλά όρκο δεν παίρνω
μια και έχουν την άνεση
να παραβαίνουν εν κρυπτώ.

Αλλά τις πράξεις μου
πώς να τις δαμάσω;
Βγαίνουν έξω κόσμο συναντούν
γείτονες πειρασμούς
να μην κοντοσταθούν;

Μα φταίνε κι οι εντολές σου
ούτε πλήρεις ούτε ξεκάθαρες είναι.

Για παράδειγμα:
Πρέπει να είναι πιστή η αγάπη;

Κι αν δεν είναι, εμείς τι πρέπει;
με σταυρωμένα τα χέρια
ν’ αγαπάμε;»

Την αναδεικνύει απόλυτη διαχειρίστρια των υποθέσεων της ψυχής ως τόπου όπου ευδοκιμεί επιτέλους ανεμπόδιστη η αλήθεια.

Οι αναπάντητες προσώρας ερωτήσεις υπονοούν μάλλον την ενδεχόμενη παράταση της ένδον εργασίας, την ανάδειξη δηλαδή πιθανών απαντήσεων. Οι μελλοντικές ρητορικές εμπεδώσεις θεωρούνται ήδη ως ικανές συνιστώσες ενός ευδιάκριτου μέλλοντος – παρόντος. Οι δε αφορισμοί ανακαλούν σταθερά τις ποικίλες διατυπώσεις ακραίων λογοκρατούμενων εκδοχών, τα χαρακτηριστικά γλωσσοκεντρικά απορήματα, τα σχήματα της συμπύκνωσης και της μετάθεσης, αλλά και τις εικονοκλαστικές, αλλεπάλληλες εξάρσεις ενός ποιητικού υποκειμένου, το οποίο δρα εντίμως, θητεύοντας εκόν άκον στη μεγάλη «κοιλάδα των δακρύων». Συνεπώς λόγος δεν διανοείται να υποτιμήσει τους δέκτες του: είναι εγκάρσιος. Στο βαθμό που ο άνθρωπος, αυτό το οχυρό και το έρμαιο ταυτοχρόνως των σημαινομένων, το υποκείμενο, το οποίο εξακολουθεί να είναι αιχμάλωτο της γλώσσας, την οποία κατ’ ανάγκην σε διάφορα μήκη και πλάτη επινόησε, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα βασανιζόμενο από αυτήν, όπως δίδαξε με τη δέουσα έμφαση ο Ζακ Λακάν, ποιήματα όπως είναι φέρ’ ειπείν η «Διερεύνηση», ο «Ύμνος στη λέξη Ίσως» και το ιδιαίτερα κρίσιμο, επιλογικό, «Άνω τελεία», συναποτελούν εγκαυστικές αποδόσεις της διαπάλης του προσώπου να αρθρώσει Πρόσωπο μέσα στο χάος της αταξίας, η οποία του δόθηκε ως ελαττωματική εκδοχή του κόσμου. Για να το διατυπώσω διαφορετικά, η απόδοση του σχεδόν αρρήτου ολοκληρώνεται αισίως εδώ, λαμβανομένων υπόψιν των εγγενών αντιστάσεων του είδους. Το επίτευγμα αυτό της Κικής Δημουλά την αναδεικνύει απόλυτη διαχειρίστρια των υποθέσεων της ψυχής ως τόπου όπου ευδοκιμεί επιτέλους ανεμπόδιστη η αλήθεια.

Άνω τελεία
Κική Δημουλά
Ίκαρος 2016
Σελ. 48, τιμή εκδότη €10,00