Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής της θάλασσας και των περιπλανήσεων

Νίκος Καββαδίας και Στρατής Τσίρκας

Η ζωή του ποιητή και πεζογράφου Νίκου Καββαδία μπορεί να χαρακτηριστεί με ένα δίπολο: θάλασσα και ποίηση. Η διάχυτη νοσταλγία, ο ερωτισμός, η περιπέτεια, ο εξωτισμός, η αγωνία της ύπαρξης και ο φόβος του θανάτου χαρακτηρίζουν τον ποιητικό του λόγο. Ο Νίκος Καββαδίας, δυστυχώς, έχει αφήσει στη λογοτεχνική παραγωγή του τόπου μας ένα περιορισμένο αριθμό έργων, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές και λίγα μικρά πεζά, αλλά η ποιότητα και η αξία τους είναι εφάμιλλη έργων πολυγραφότατων σύγχρονων του ποιητών, της λεγόμενης Γενιάς του 1930. 

Τα νεανικά χρόνια του Νίκου Καββαδία

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας στην περιοχή του Χαρμπίν. Οι γονείς του ήταν Κεφαλλονίτες. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια εγκατέλειψε την Άπω Ανατολή και επέστρεψε στην Ελλάδα, εκτός από τον πατέρα του. Στην αρχή εγκαταστάθηκαν στην Κεφαλονιά και το 1921 μετακόμισαν στον Πειραιά, όπου ο μικρός Νίκος θα τελειώσει το Γυμνάσιο και το Λύκειο.

Στο δημοτικό είναι συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη, στο Γυμνάσιο γνωρίζει το συγγραφέα Παύλο Νιρβάνα, διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Δεκαοκτώ ετών αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το όνομα Πέτρος Βαλχάλας, ψευδώνυμο που θα κρατήσει ως το 1930. Η λογοτεχνική φύση του έχει ήδη εκδηλωθεί.

Ο Νίκος Καββαδίας το 1928 δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά την ίδια χρονιά αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του και αναγκάζεται να δουλέψει. Εργάζεται σε ναυτικό γραφείο, το οποίο γρήγορα εγκαταλείπει για να ακολουθήσει το μεγάλο του πάθος, τη θάλασσα. Μπαρκάρει, λοιπόν, ναύτης σε φορτηγό. Από το 1930 ο Νίκος Καββαδίας ταξιδεύει σχεδόν αδιάκοπα. «Ζαλίζομαι στην στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ‘καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια.» θα γράψει αργότερα στη Βάρδια.

Η εμφάνιση της ποίησης στη ζωή του

Το 1933 εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα εκδίδοντας, με δικά του έξοδα, την πρώτη του ποιητική συλλογή, το Μαραμπού. Το Μαραμπού είναι ένα πουλί, κακός οιωνός για τους ναυτικούς. Είναι όμως και το παρατσούκλι που είχε δώσει ο ίδιος στον εαυτό του. Μια ποιητική συλλογή για τους κολασμένους της θάλασσας και των λιμανιών. Μέσω του στίχου του εκφράζονται οι πρώτες εντυπώσεις και εμπειρίες της ναυτικής ζωής, αλλά και ο φόβος του θανάτου.

Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή, αλλά με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επιστρατεύεται στο αλβανικό μέτωπο. Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Νίκος Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών. Σε αυτή τη θέση, τον διαδέχθηκε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, καθώς ο Νίκος Καββαδίας θα αναχωρήσει από την Ελλάδα στις 6 Οκτωβρίου 1945, με το πλοίο «Κορινθία». Μπαρκάρει ξανά, ως ασυρματιστής, και ταξιδεύει συνεχώς για τα επόμενα τριάντα χρόνια.

Η ώριμη περίδος του Νίκου Καββαδία

Τον Ιανουάριο του 1947, μέσα στο σπαραγμό του εμφυλίου πολέμου, ο Νίκος Καββαδίας, τριάντα επτά ετών, εκδίδει τη δεύτερη συλλογή το Πούσι. Ένα έργο εσωστρεφές και με έντονο εξομολογητικό τόνο, γεγονός που φανερώνεται ήδη από τον τίτλο. Το Πούσι, η ομίχλη, πυκνή και επικίνδυνη σκεπάζει όλο το έργο. Ο λόγος του είναι λυρικότερος από το Μαραμπού και κυριαρχεί μια αυστηρή μετρική. Την ίδια χρονιά επανεκδίδεται, το Μαραμπού με τρία επιπλέον ποιήματα, Καφάρ, Coaliers και Μαύρη λίστα.

Το 1954 εκδίδει τη Βάρδια. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ασυρματιστής και ονομάζεται Νικόλας. Φανερά είναι και εδώ τα αυτογραφικά στοιχεία. Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Τρεις μήνες άντεξε μακριά από τη θάλασσα. Τη Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 1975 πεθαίνει στην αθηναϊκή κλινική «Άγιοι Απόστολοι» από εγκεφαλικό επεισόδιο.

[…καὶ θὰ πεθάνω μιά βραδιά, σὰν ὅλες τὶς βραδιές,
χωρὶς νὰ σχίσω τὴ θολὴ γραμμὴ τῶν ὁριζόντων…]

Mal du départ, Μαραμπού, 1933

Δεν θα προλάβει να δει τυπωμένη τη συλλογή Τραβέρσο. Θα κυκλοφορήσει δύο μήνες μετά τον θάνατό του. Τραβέρσο σημαίνει, σύμφωνα με ναυτικούς όρους, αναγκαστική πορεία κόντρα στη διεύθυνση του ανέμου, για να αποφύγει το καράβι τα χτυπήματα των κυμάτων στα πλευρά του. Και σε αυτή την περίπτωση ο τίτλος της συλλογής έχει συμβολική λειτουργία. Με διαμορφωμένο, πλέον, ποιητικό χαρακτήρα, ο Νίκος Καββαδίας προσφέρει ένα ώριμο έργο, βαθιά στοχαστικό και εσωτερικό.

Ο ποιητικός λόγος του εραστή της θάλασσας

Η θεματολογία του σχεδόν πάντα κινείται γύρω από την θάλασσα, τα ταξίδια και τη ναυτική ζωή. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Τα στοιχεία αυτά συμβολίζουν την ίδια τη ζωή, την αδιάκοπη αυτή διαδρομή του ανθρώπου, με το φόβο του θανάτου να παραμονεύει. Μάλιστα, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος για την τελευταία του ποιητική συλλογή, Τραβέρσο, αναφέρει:

Μες απ’ αυτό τον παραμυθένιο θίασο που σιγοσβήνει μεταξύ θρύλου και ιστορίας πάει να στερεωθεί ένα σύμβολο: ο «ναύτης» του Καββαδία δεν είναι η προσωποποίηση ενός επαγγέλματος αλλά η ποιητική σύνοψη μιας ανθρώπινης κατάστασης –η «σπουδή θαλάσσης» μετατρέπεται σε μια, μέσω του θρύλου, σπουδή της ιστορίας.

Η ποίηση του μπορεί να χαρακτηριστεί κατεξοχήν βιωματική. Ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου, πέρα από το γεγονός ότι ονομάζει τον Καββαδία «αγαπημένο» του ποιητή, αναφέρει «Ο Νίκος Καββαδίας εμπνεόταν από την ίδια τη ζωή του». Είναι η αλήθεια και η αμεσότητα του λόγου του που κάνει την ποίηση του ελκυστική. Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στην απόλυτη ταύτιση του ποιητικού υποκειμένου και του ποιητή σε κάθε σημείο της ποίησης του.

Στα ποιήματα του βρίσκουμε ένα μωσαϊκό ανθρώπινων φιγούρων. Ιστορικές μορφές, όπως ο Μάρκο Πόλο, Κολόμβος, Λόρκα, Γκεβάρα, γυναίκες, καλλιτέχνες, ιθαγενείς και φυσικά ναυτικοί. Οι γυναικείες μορφές εμφανίζονται σε πολλούς στίχους. Αόριστες και αέρινες γυναίκες στοιχειώνουν τα ποιήματα του. Άλλοτε ως πόρνες του λιμανιού, μοιραίες τσιγγάνες, γοργόνες και άλλοτε ως τη μαγική Fata Morgana.

[… Ποῦθ᾿ ἔρχεσαι; Ἀπ᾿ τὴ Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στὸ μάτι τοῦ κυκλῶνα.
Ποιὰν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τὴ λένε; Φάτα Μοργκάνα. …]

Fata Morgana, Τραβέρσο, 1975

Παράλληλα, με τον ναυτικό και ερωτικό Καββαδία, υπάρχει και ο πολιτικός. Μπορεί η ποίηση του να μην εκφράζει ένα ισχυρό πολιτικό όραμα, σαν αυτό του Γιάννη Ρίτσου, αλλά δεν παύει το έργο του να έχει μια πολιτική ευαισθησία και διάσταση. Πέρα από το Federico Garcia Lorca και το Guevara είχε δημοσιεύσει και άλλα πολιτικά ποιήματα σε περιοδικά της εποχής συνήθως με ψευδώνυμα. Αυτά είναι: Αθήνα 1943 και Αντίσταση (1945), Στον τάφο του Ἐπονίτη και Σπουδαστές (1967).

Η γλώσσα και ο στίχος της ποίησης του

Ο Νίκος Καββαδίας γράφει πάντα σε έμμετρο στίχο, επιλέγοντας μια αυστηρή παραδοσιακή μετρική, ενώ η ποιητική πρωτοπορία της εποχής επιδιώκει τον ελεύθερο στίχο. Τα ποιήματα του διακρίνονται από έναν εσωτερικό ρυθμό, ο οποίος βοήθησε αργότερα την επιτυχημένη μελοποίηση των ποιημάτων. Η γλώσσα του γίνεται ορισμένες φορές ακατανόητη, καθώς χρησιμοποιεί ναυτικούς όρους, τη γλώσσα του λιμανιού και κάποιους κεφαλλονίτικους ιδιωματισμούς. Παρόλα αυτά, πάντα καταφέρνει να αγγίξει την καρδιά του αναγνώστη.

[… Πυξίδα γέρικη – ataxie locomotrice –
καὶ στοιχειωμένη ἀπὸ τὰ χείλια σου σφυρίχτρα.
Στὴν κόντρα γέφυρα προσμένατε κ᾿ οἱ τρεῖς
νὰ λύσει τ᾿ ἄστρο τοῦ Ἀλμπορᾶν ἡ χαρτορίχτρα.

Τῆς τραμουντάνας τ᾿ ἄστρο, τ᾿ ἄστρα τοῦ Νοτιᾶ
παντρεύονται μὲ πορφυρόχρωμους κομῆτες.
Τοῦ Mazagan οἱ θερμαστὲς οἱ Σοδομίτες
παῖξαν τοῦ Σέσωστρη τὴν κόρη στὰ χαρτιά. …]

Μαρέα, Πούσι, 1947

Τέλος, ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει επισημάνει για τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία, «…δεν έχουν ούτε μια λέξη περιττή, ούτε μια ομοιοκαταληξία τυχαία, ούτε ένα στίχο παραπανίσιο. Καρπός μεγάλης στιχουργικής ευχέρειας αλλά και επίμονης τεχνικής επεξεργασίας, τα ποιήματά του είναι ολοκληρωμένα και με μελετημένες λεπτομέρειες. Όσο κι αν ξαφνιάζουν στην αρχή, γρήγορα συγκινούν και κερδίζουν. Γιατί στέκουν ανάμεσα στην παράδοση και το μοντέρνο, και η διπλή αυτή ιδιότητα τα κάνει γοητευτικά.»

Ο Νίκος Καββαδίας και η γενιά του

Ο ποιητής βιολογικά ανήκει στη δεκαετία των ποιητών του 1930, δηλαδή στους λογοτέχνες που εμφανίστηκαν στην λογοτεχνική παραγωγή από το 1930 και μετά. Εξέδωσε ποιήματα την ίδια εποχή με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Νικόλα Κάλα, δηλαδή μια λογοτεχνική γενιά που έφερε τα διδάγματα του υπερρεαλισμού και του μοντερνισμού. Αντίθετα, ο Νίκος Καββαδίας ακολούθησε ένα δικό του δρόμο. Στην εποχή του δεν είχε την αναγνώριση που απέκτησαν οι ποιητές του μοντερνισμού, όπως ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης, και η ποίηση του αναδείχθηκε, κυρίως, στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.

Ο ίδιος ο Νίκος Καββαδίας εκτιμούσε ιδιαίτερα τους σύγχρονούς του ποιητές, δηλαδή τη γενιά του 1930. Ειδικότερα, εκτιμούσε τον Γιώργο Σεφέρη για το έργο του, τον θεωρούσε φίλο του και του είχε αφιερώσει το ποίημα Εσμεράλδα στη συλλογή Πούσι. Βέβαια, όπως έλεγε ο Νίκος Καββαδίας με το χαρακτηριστικό του χιούμορ «δεν ξέρω αν ήμουν κι εγώ δικός του φίλος». Χαρακτηριστικά θυμόταν τη συνάντηση του με τον Γιώργο Σεφέρη στη Βηρυτό, μεταξύ του 1952 και 1954, και την αστεία της κατάληξη. Είχε προσφερθεί να οδηγήσει το νομπελίστα στην πρεσβεία. Πέρασαν από ένα δρόμο γεμάτο μ’ ελληνικές σημαίες κι ο Γιώργος Σεφέρης θαύμασε που έβλεπε παρών το ελληνικό στοιχείο. Όταν, όμως, ρώτησε τον Καββαδία τι ήταν αυτό το μέρος, αυτός απάντησε: «Εδώ είναι τα ελληνικά μπορντέλα.». Ο Γιώργος Σεφέρης εκνευρίστηκε και δήλωσε στον ποιητή: «Κύριε, ή εσείς θα κατεβείτε απ’ το αμάξι ή εγώ!». Ο ευγενής Νίκος Καββαδίας κατέβηκε.

Ο μελοποιημένος ποιητής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων

Από τη δεκαετία του 1970 και ειδικότερα στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης πολλοί συνθέτες άρχισαν να μελοποιούν την ποίηση του Καββαδία. Ένα εγχείρημα με τεράστια απήχηση στο κοινό. Πρώτος ο Γιάννης Σπανός το 1975. Στην Τρίτη Ανθολογία του μελοποίησε το ποίημα Mal duDépart με τον τίτλο Ιδανικός κι Ανάξιος Εραστής. Η ερμηνεία έγινε από τον Κώστα Καράλη.

Το 1978 η Μαρίζα Κωχ, στον ομώνυμο δίσκο, μελοποίησε και ερμήνευσε 8 ποιήματα. Φάτα Μοργκάνα, Πούσι, Αρμίδα, Μουσώνας, Σταυρός του Νότου, Θεσσαλονίκη II, Νανούρισμα, Μαραμπού. Είναι η πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια μουσικής προσέγγισης του Καββαδία.

Η πιο γνωστή δουλειά πάνω στην ποίηση του Καββαδία είναι αυτή του Θάνου Μικρούτσικου, μέσω της οποίας ο ποιητικός λόγος του έγινε ευρέως γνωστός, θέτοντας μέχρι και ζητήματα πρόσληψης του έργου του ποιητή. Το 1979 κυκλοφορεί Ο Σταυρός του Νότου και περιέχει έντεκα ποιήματα. Kuro Siwo, Θεσσαλονίκη, Σταυρός του Νότου, Ένα Μαχαίρι, Γυναίκα, Ένας Νέγρος Θερμαστής από το Τζιμπουτί, Federico Garcia Lorca, Αρμίδα, Cambay’s Water, Εσμεράλδα, Πικρία. Οι ερμηνευτές του δίσκου ήταν οι Γιάννης Κούτρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου και Αιμιλία Σαρρή.

Μελοποιήσεις μετά τη δεκαετία του ’80

Το 1986 κυκλοφορεί μια ακόμη θαυμάσια δουλειά από τους Ξέμπαρκους, μια μουσική προσέγγιση με λυτές ενορχηστρώσεις, πολύ διαφορετική από τις προηγούμενες. Δύο νέοι μουσικοί, ο Ηλίας Αριώτης και ο Νότης Χασάπης εκδίδουν τον δίσκο S/S IONION 1934 με έντεκα μελοποιημένα ποιήματα. Στον δίσκο συμμετέχει η Δήμητρα Γαλάνη ερμηνεύοντας το Γράμμα ενός αρρώστου.

Τέλος, το 1991 ο Θάνος Μικρούτσικος επιστρέφει με τις Γραμμές των Οριζόντων. Ένας δίσκος που περιέχει όλα τα τραγούδια από το Σταυρό του Νότου, και ακόμα έξι. Αυτά είναι το Καραντί, Οι Εφτά Νάνοι Στο S/S Cyrenia, Λύχνος Του Αλαδδίνου, A Bord De L‘ «Aspasia», William George Allum, Ο Πιλότος Νάγκελ. Ερμηνεύουν ο Γιώργος Νταλάρας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, οι αδερφοί Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας καθώς και ο ίδιος ο Θάνος Μικρούτσικος.

Τα ποιήματα του μελοποιήθηκαν από πολλούς συνθέτες, διασκευάστηκαν και τραγουδήθηκαν από ακόμη περισσότερους τραγουδιστές. Ακολουθεί μία από τις διάφορες διασκευές των μελοποιήσεων των ποιημάτων του Καββαδία. O Δημήτρης Μητσοτάκης και οι Ευδαίμονες σε μια διασκευή του Μαραμπού (Ν. Καββαδίας, Μαρίζα Κωχ):

[… Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐκάμαμε μαζὶ
πὼς χρόνια τώρα μὲ γυναίκα ἐγὼ δὲν ἔχω πέσει,
πῶς εἶμαι παλιοτόμαρο καὶ πὼς τραβάω κοκό.
Μ᾿ ἂν ἤξεραν οἱ δύστυχοι, θὰ μ᾿ εἶχαν συχωρέσει…

Τὸ χέρι τρέμει… Ὁ πυρετός… Ξεχάστηκα πολύ,
ἀσάλευτο ἕνα Μαραμποὺ στὴν ὄχθη νὰ κοιτάζω.
Κι ἔτσι καθὼς ἐπίμονα κι ἐκεῖνο μὲ κοιτᾶ,
νομίζω πὼς στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ βλακεία τοῦ μοιάζω …]

Μαραμπού, 1933

Πηγές:

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Μύθος και ποιητική του «Ταξιδιού», Έρασμος, Aθήνα, 1990
Δημήτρης Καλοκύρης, Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου, Νίκος Καββαδίας, Άγρα, Αθήνα, 2004
Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, Κέδρος, Αθήνα, 1985
Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού, Άγρα, Αθήνα, 2002
Νίκος Καββαδίας, Τραβέρσο, Άγρα, Αθήνα, 1992
Τάσος Κόρφης, Νίκος Καββαδίας· συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του, Κέδρος, Αθήνα, 1978
Επτά κείμενα για τον Νίκο Καββαδία· Αλέξανδρος Αργυρίου, Γιώργος Ιωάννου, Στρατής Τσίρκας, Ντίνος Χριστιανόπουλος · Επιμέλεια Άντεια Φραντζή, Πολύτυπο, Αθήνα, 1982

Πηγή αναδημοσίευσης/κείμενο ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΝΙΑΡΗ